μεταβουλεύσαιο

μεταβουλεύσαιο
μεταβουλεύω
alter one's plans
aor opt mid 2nd sg
μεταβουλεύω
alter one's plans
aor opt mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταβουλεύω — (Α) (ενεργ. και συν. μέσ.) αλλάζω γνώμη, παίρνω άλλη απόφαση («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς βασιλέα ἀφίξεως», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλεύω / βουλεύομαι «αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”